Πορτογάλ(λ)ος

Πορτογάλ(λ)ος
ο , Πορτογάλ(λ)ίδα [-ίς (-ίδος)] η португалец, -ка

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "Πορτογάλ(λ)ος" в других словарях:

  • Μασκαρένιας, νησιά — (πορτογαλ. Ilhas Mascarenhas, αγγλ. Mascarene Islands, γαλλ. Iles Mascareignes). Συστάδα νησιών στο νοτιοδυτικό τμήμα του Ινδικού ωκεανού. Βρίσκεται Α της Μαδαγασκάρης και περιλαμβάνει το νησί Ρεϊνιόν (Reunion), υπερπόντιο νομό της Γαλλίας, το… …   Dictionary of Greek

  • ακαζού — Βοτ. ονομασία που δίνεται σε πολλά δέντρα τροπικών περιοχών, τα οποία ανήκουν σε διάφορα γένη τής οικογένειας τών Μελιιδών (Meliaceae). [ΕΤΥΜΟΛ. Ξεν. < γαλλ. acajou < πορτογαλ. acaju < διάλ. Τούπι* acaju] …   Dictionary of Greek

  • κανγκ — το άκλ. όργανο βασανιστηρίων που χρησιμοποιούσαν στην Κίνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγλλ. cang(ue) < γαλλ. cangue < πορτογαλ. canga. Η λ. είναι πιθ. κελτ. προελεύσεως και συνδέεται με το αρχ. ιρλ. camm «στρεβλός, κυρτός»] …   Dictionary of Greek

  • κουμαρικός — ή, ό φρ. χημ. «κουμαρικό οξύ» κυκλική οργανική ένωση, αρωματικό και ακόρεστο υδροξυοξύ που λαμβάνεται με ενυδάτωση τής κουμαρίνης ή διαζώτωση τού ο αμινο κιναμωμικού οξέος. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. coumarique < γαλλ.… …   Dictionary of Greek

  • κρεολός — ή, ό 1. (το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.) ο κρεολός, η κρεολή άτομο από Ευρωπαίους γονείς που γεννήθηκε και ανατράφηκε αρχικά στις Αντίλλες, έπειτα σε οποιαδήποτε από τις ισπανικές, γαλλικές ή πορτογαλικές κτήσεις, σε αντιδιαστολή προς όσους… …   Dictionary of Greek

  • κρουζέϊρου — το νομισματική μονάδα τής Βραζιλίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < πορτογαλ. cruzeiro < πορτογ. cruz «σταυρός» + κατάλ. eiro] …   Dictionary of Greek

  • λαούτο — Έγχορδο μουσικό όργανο με δακτυλική εκτέλεση. Το ηχείο του έχει σχήμα αχλαδιού σε κάθετη τομή, η επίπεδη πλευρά του οποίου παρουσιάζει στη μέση μια οπή, που συνήθως είναι διακοσμημένη με λεπτά σκαλίσματα και ονομάζεται ροζέτα. Η λαβή –κατά μήκος… …   Dictionary of Greek

  • μαραμπού — Πτηνό της οικογένειας των πελαργιδών· ονομάζεται επίσης βρογχοκηλικός πελαργός, εξαιτίας του αεροφόρου θυλάκου που φέρει στο εμπρόσθιο τμήμα του λαιμού που αποτελεί διεύρυνση του οισοφάγου. Η επιστημονική ονομασία του είναι Leptoptilos… …   Dictionary of Greek

  • μαρμελάδα — η (τροφ. τεχνολ.) πολτός από βρασμένα φρούτα και ζάχαρη ή μέλι («μαρμελάδα ροδάκινο»). [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. marmelade < πορτογαλ. marmelada < λατ. melimēlum < μελίμηλον] …   Dictionary of Greek

  • μπαγιαντέρα — η 1. Ινδή χορεύτρια 2. (γενικά) χορεύτρια θεάτρου 3. γυναίκα υπερβολικά στολισμένη 4. πόρνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. bayadere < πορτογαλ. bailadeira «μπαλαρίνα»] …   Dictionary of Greek

  • πέροβα — η, Ν (ξυλολ.) ξύλο αμερικανικής προέλευσης, που παράγεται από διάφορα δασικά είδη, κατάλληλο για την επιπλοποιία, την οικοδομική και τη ναυπηγική. [ΕΤΥΜΟΛ. < πορτογαλ. peroba < iperoba) …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»